Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ειλικρινής φίλος

  • 1 искренний

    искренний ειλικρινής \искренний друг о ειλικρινής φίλος с \искреннийим уважением με ειλικρινή εκτίμηση
    * * *

    и́скренний друг — ο ειλικρινής φίλος

    с и́скренним уваже́нием — με ειλικρινή εκτίμηση

    Русско-греческий словарь > искренний

  • 2 сердечный

    επ.
    1. καρδιακός, της καρδιάς•

    -припадок καρδιακή κρίση•

    -ые болезни καρδιακά νοσήματα, καρδιακές παθήσεις•

    -ая мышца το μυοκάρδιο•

    сердечный невроз καρδιοσκλήρωση.

    || της καρδιάς, για την καρδιά•

    -ые лекарства φάρμακα για την καρδιά..

    2. εγκάρδιος, θερμός, γκαρδιακός, επιστήθιος• καρδιοστάλαχτος•

    -ые поздравления εγκάρδια συγχαρητήρια•

    друг φίλος γκαρδιακός ή επιστήθιος•

    сердечный разговор εγκάρδια συνομιλία.

    || ειλικρινής•

    -ая благодарность ειλικρινής ευγνωμοσύνη•

    характер ειλικρινής χαρακτήρας•

    сердечный человек ανοιχτόκαρδος άνθρωπος.

    3. ουσ. сердечный κ. серде-шный α., -чная κ. -шная θ. δυστυχής, κακόμοιρος, -η καψαρός, -ή• φουκαράς, -ιάρα.

    Большой русско-греческий словарь > сердечный

  • 3 сердечный

    сердечн||ый
    пр-ил.
    1. (относящийся к сердцу, тж. анат.) καρδιακός:
    \сердечныйая болезнь τό καρδιακό νόσημα· \сердечныйый припадок ἡ καρδιακή κρίση, ὁ καρδιακός παροξυσμός· \сердечныйая мклшца τό μυοκάρδιον \сердечныйый больной ὁ καρδιακός, ὁ καρδιοπαθής·
    2. (искренний) ἐγκάρδιος, ἐπιστήθιος, εἰλικρινής:
    \сердечныйый друг καρδιακός φίλος, ἐπιστήθιος φίλος· \сердечныйое поздравление τό ἐγκάρδιο συγχαρητήριο.

    Русско-новогреческий словарь > сердечный

  • 4 закадычный

    επ.
    εγκάρδιος, ειλικρινής, επιστήθιος, στενός•

    закадычный друг ή приятель επιστήθιος φίλος•

    -ая дружба στενή φιλία.

    Большой русско-греческий словарь > закадычный

См. также в других словарях:

  • ειλικρινής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, ουδ. πληθ. ή, επίρρ. ά που εκφράζεται απροκάλυπτα, ανυπόκριτος, φιλαλήθης, απροσποίητος: Ειλικρινής φίλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκαρδιακός — ή, ό 1. γκαρδιακός, αυτός που προέρχεται από την καρδιά, ειλικρινής («φίλος εγκαρδιακός») 2. (για παιδιά) γνήσιος …   Dictionary of Greek

  • Λεσέψ, Φερντινάν Μαρί ντε- — (Ferdinand Marie de Lesseps, Βερσαλίες 1805 – Λα Σενέ 1894). Γάλλος διπλωμάτης και μηχανικός. Σε ηλικία 20 ετών μπήκε στη διπλωματική υπηρεσία, υπηρέτησε σε διάφορα προξενεία (Αίγυπτος, Τυνησία, Ισπανία) και τελικά τοποθετήθηκε πρεσβευτής στη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • αληθινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σύμφωνος με την πραγματικότητα: Η είδηση ήταν αληθινή. 2. ειλικρινής, τίμιος, γνήσιος: Έτσι έδειξε πως είναι φίλος αληθινός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκάρδιος — α, ο επίρρ. α που βρίσκεται στην καρδιά ή που βγαίνει από την καρδιά, θερμός, ειλικρινής: Εγκάρδιος φίλος. – Εγκάρδια λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»